Παρασκευή, Νοεμβρίου 07, 2008

Μίνι Μπας

Μπαίνει λοιπόν ο ταξιδιώτης στο τοπικό λεωφορείο για να πάει στο σπιτάκι του... ώρα αιχμής, αδειάζει το Μετρό και ογδόντα άτομα στριμώχνονται στο μίνι μπας που με το ζόρι χωράει 20 καθήμενους και 30 ορθίους, κάποτε κλείνουν οι πόρτες, πιέζονται οι επιβάτες, έτοιμο το σαρδελοκούτι και δεν πέφτει και καρφίτσα. Ο οδηγός, μπάρμπας συνταξιούχος που κάνει έξτρα μεροκάματο μπας και βγάλει τα λεφτά για τη ΔΕΗ, δεν έχει και πολύ εμπειρία, ανάθεμα και αν έχει οδηγήσει ποτέ του τέτοιο πράμα, τον έχει κόψει και η πείνα μεσημεριάτικα. Σταμάτα, ξεκίνα, σταμάτα, ξεκίνα στην άγρια κίνηση, πάει μπρος πίσω παρεούλα και ο κόσμος που υπομένει στωικά τη διαδρομή διαβάζοντας, ακούγοντας μουσική ή απλά χαζεύοντας έξω από το παράθυρο το πόση βρώμα απέκτησαν τα κτήρια από εχθές που ξαναπέρασε από εδώ. Σε κάθε φρένο ταλαντώνεται το σύστημα πέντε πόντους μπρος και πέντε πίσω, αγκομαχά το μίνι μπας, μουγκρίζουν και οι επιβάτες.

Μία γιαγιά φωνάζει ότι θέλει να κατέβει στο ΙΚΑ, ο οδηγός λέει το τροπάριο του –Κυρία μου δεν κάνει στάση για αποβίβαση στο ΙΚΑ μόνο για επιβίβαση, αλλά η γιαγιά είναι τυχερή γιατί στο ΙΚΑ θέλει κόσμος να ανέβει και εκείνη προλαβαίνει να κατέβει πριν κλείσει ο οδηγός την πόρτα. Έτοιμες οι παρατηρήσεις, έτοιμες και οι απαντήσεις –Και τι έγινε που κατέβηκε η γιαγιά; –Δεν το επιτρέπει ο κανονισμός, εδώ είναι μόνο για αποβίβαση –Μα οι πόρτες ανοίξανε –Δεν το επιτρέπει λέμε ο κανονισμός τα ίδια θα λέμε; και μουρμουράει λίγο ο κόσμος μα μετά το ξεχνάει, άλλωστε η γιαγιά πρόλαβε να κατέβει και ήδη έχει μπει στο ΙΚΑ να συνεχίσει την ημερήσια ταλαιπωρία της.

Ηρεμεί το σύστημα, αδειάζει και λίγο ο δρόμος, αποκτά σταθερή ταχύτητα το μίνι μπας, βολεύεται και ο κόσμος που ατάραχος διαβάζει, ακούει μουσική, χαζεύει από το παράθυρο τα κτήρια που έγιναν λίγο πιο γκρι από εχθές και αύριο θα είναι ακόμα λίγο πιο γκρι μέχρι να αποφασίσει κάποιος ότι το γκρι είναι πολύ κοντά στο μαύρο και καλό θα ήταν να τα βάψουμε επιτέλους ξανά εκρού για να γίνουν γκρι σε κάνα χρόνο πάλι. Μέχρι που πιάνει το φανάρι και ξυπνάνε όλοι από το λήθαργο.

Απότομη στροφή αριστερά και το μίνι μπας μουγκρίζει για να ανέβει την ανηφόρα πάλι μέσα στην κίνηση. Πρώτη στάση βγαίνουν δέκα – δεκαπέντε, ανεβαίνουν άλλοι τόσοι, κάποιοι θέλουν να πάνε πίσω, κάποιοι θέλουν να πάνε μπροστά, σπρωξίδι, ιδρώτας, μισοφαγωμένα συγνώμη, με συγχωρείται, παρντόν, σόρυ, ξκιούσμι και άλλα τέτοια, βγαίνει κάπου η άκρη παίρνει μπροστά η γραμμή, φεύγει το μίνι μπας. Ο ταξιδιώτης βάζει ατάραχος το βιβλίο των οκτακοσίων σελίδων στην τσάντα ετοιμάζεται να κατέβει. Εκ των ορθίων ο φίλος μας, στα πίσω έδρανα του μίνι μπας, πατάει το κουμπάκι για τη Δεύτερη Στάση, φτάνει μέχρι ένα σημείο και περιμένει πια υπομονετικά. Ο μπάρμπας συνταξιούχος οδηγός παίζει πάλι πατητό με το φρένο, ξεκινάνε οι ταλαντώσεις με τα σώματα των επιβατών. Ξανθιά καθήμενη δίπλα στον όρθιο ταξιδιώτη που διαβάζει ατάραχη τα ζώδια στην τσάμπα φυλλάδα της, κοιτάει ενοχλημένη τον ταξιδιώτη και αναφωνεί με στεντόρεια φωνή και ύφος μαντάμ Σουσού –Κύριε με ακουμπάτε, ενώ δείχνει με το βαμμένο νύχι τον γοφό της που όλως τυχαίως περισσέυει από το στενό κάθισμα, –Ε, τι να κάνουμε σε λεωφορείο είμαστε κυρία μου, θα ακουμπήσουμε ο ένας τον άλλο και λίγο παραπάνω, –Μα με ακουμπάτε κύριε, με ενοχλείτε –Συγνώμη κυρία μου αν σας ενοχλάω, μα τίγκα το λεωφόρείο, μπρος πίσω με τα φρένα, τι περιμένεται να γίνει; –Μα δεν γίνεται να με ακουμπάτε τόσο πολύ! –Ε τράβα πάρε κάνα αμάξι κυρά μου ή κανα παπί να πηγαίνεις στη δουλεία σου, και άσε τα μέσα για μας τους ανθρώπους που γουστάρουμε το χούφτωμα, και κατεβαίνει στη στάση ο ταξιδιώτης φουρκισμένος με δύο τρία καντήλια μέσα στα δόντια του μπας και ξεθυμάνει....

Παρασκευή, Μαΐου 16, 2008

Οι ΜΚΟ και το ελληνικό κράτος

Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Ομάδες ανθρώπων με κοινές ανησυχίες που σχηματίζουν σωματεία, συλλόγους, οργανισμούς με σκοπό την προώθηση αυτού που τους απασχολεί. Ο πολιτισμός και η ιστορία του τόπου τους, ο αθλητισμός, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα παιδιά, οι τέχνες, κάθε ανησυχία και κάθε ενδιαφέρον μπορεί να αποτελέσει λόγο σύστασης μίας ΜΚΟ προσπαθώντας συνήθως να καλύψει τα κενά της πολιτείας στον τομέα αυτό. Βασισμένες στην εθελοντική προσφορά έργου και την αυτοχρηματοδότηση, οι ΜΚΟ εκφράζουν την αγνή επιθυμία του απλού πολίτη να παρεμβαίνει στην κοινωνία αποζητώντας μια καλύτερη ποιότητα ζωής.

Τουλάχιστον αυτά θα λέγαμε σε μία πιο ρομαντική εκδοχή της χώρας μας. Η αλήθεια είναι πως ο θεσμός των ΜΚΟ στην Ελλάδα αποτελεί πεδίο άγριας και σκληρής εκμετάλλευσης, πολιτικών σκοπιμοτήτων και εύκολου κέρδους.
Η εμφάνιση των κοινοτικών πλαισίων στήριξης (Κ.Π.Σ.) στη χώρα μας έφερε άφθονο χρήμα με κύριο σκοπό την ανάπτυξη και την σύγκλισή μας με τον μέσο κοινοτικό όρο. Οι διαβρωμένοι όμως και βουτηγμένοι στη διαφθορά άρχοντες της κρατικής μηχανής τα είδαν ως ευκαιρία εύκολου πλουτισμού τους. Αρχικά προσπάθησαν μέσω εταιριών και «φωτογραφικών» διαγωνισμών να γυρίσει στις τσέπες τους ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων ως «μίζα» και «λάδωμα». Επίπονη διαδικασία με πολλούς κινδύνους, οι «μίζες» ταλαιπώρησαν και ταλαιπωρούν διαρκώς τη χώρα με σκάνδαλα που εμπλέκουν γνωστούς επιχειρηματίες και πολιτικούς.

Οι ΜΚΟ ήταν πιο εύκολη «κομπίνα». Ούτως ή άλλως η Ε.Ε. προέβλεπε ένα μεγάλο μέρος των Κ.Π.Σ. να δοθεί σε οργανώσεις πολιτών στο πλαίσιο της ενεργοποίησης και συμμετοχής τους στη νέα μεγάλη κοινωνία της Ευρώπης. Οι προϋποθέσεις φαίνονταν αυστηρές και η γραφειοκρατία ογκώδης, μα για μικρά ποσά οι ελεγκτικοί μηχανισμοί ανατέθηκαν στη χώρα. Αρκούσε ένας «καλός άνθρωπος» στην κατάλληλη θέση για να περάσει γρήγορα και άνετα μια πρόταση για κοινοτική επιδότηση, χωρίς κανένα ουσιαστικό έλεγχο.

Το πρόσφατο «σκάνδαλο Ζαχόπουλου» έφερε στο φως ένα κομμάτι αυτής της απάτης. Εκατοντάδες ΜΚΟ «φαντάσματα» είχαν δεχθεί επιδοτήσεις που κανείς δεν έλεγξε πως διατέθηκαν. Εκατομμύρια ευρώ κατέληξαν, με μεγάλη άνεση και ευκολία, στα πορτοφόλια διαφόρων που τώρα κρύβονται πίσω από μία «ροζ» ιστορία χωρίς κίνδυνο περαιτέρω έρευνας, αφού η δικαιοσύνη ολιγωρεί.

Το Υπουργείο Πολιτισμού δεν είναι το μόνο που διαχειρίστηκε τέτοια κονδύλια (αν και έχει τη μερίδα του λέοντος). Παρόμοια προγράμματα έβγαλαν και τα Υπουργεία Απασχόλησης, ΠΕΧΩΔΕ, Τουρισμού, Εξωτερικών κτλ διαθέτοντας ποσά δεξιά και αριστερά με επιτηδευμένη επιλεκτικότητα. Φυσικά χρηματοδοτήθηκαν και πραγματικές ΜΚΟ με χρόνια παρουσίας και κοινωνικού έργου. Τα πολλά όμως πήγαν κάπου αλλού.

Επί χρόνια μάλιστα το κράτος μεθοδεύει την απάτη προσπαθώντας να δημιουργήσει μηχανισμούς πιστοποίησης των ΜΚΟ και της λειτουργίας τους. Στην ουσία πρόκειται για έναν αυτόματο και πιο επίσημο τρόπο επιλογής αυτών που θα δέχονται χρηματοδοτήσεις. Οι άνθρωποι που τόσα χρόνια οικειοποιούνταν τα κονδύλια, «νομιμοποιούν» το έγκλημα τους μοιράζοντας οι ίδιοι τις πιστοποιήσεις.

Όσο περνά ο καιρός, ο θεσμός των ΜΚΟ συνδέεται όλο και περισσότερο με σκάνδαλα, υπεξαιρέσεις και απάτες, πλήττοντας ταυτόχρονα και την έννοια του εθελοντισμού με την οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένος. Οι μεγάλες οργανώσεις με ισχυρή ιδιωτική χρηματοδότηση και οι διεθνείς εθελοντικές πρωτοβουλίες με παγκόσμια αναγνώριση μπορεί να μην επηρεάζονται ιδιαίτερα. Οι μικρότερες όμως που προσφέρουν χρόνια ουσιαστικό έργο χωρίς κρατική επιχορήγηση και πρόσβαση στα κοινοτικά κονδύλια, βλέπουν το όνομά τους να διασύρεται και την εμπιστοσύνη του κόσμου να χάνεται.

Η επιβίωσή τους εξαρτάται άμεσα από την υποστήριξη του κόσμου που συνδέεται χαλαρά με τέτοιους χώρους, είτε λόγω φιλίας είτε επειδή είναι αποδέκτες της δραστηριότητας τους. Με τα παραδοσιακά ΜΜΕ να έχουν κατακλυστεί από τα σκάνδαλα των ψευτο-ΜΚΟ και τα πανάκριβα διαφημιστικά σποτ των μεγάλων, η ανάγκη για πλάγια πληροφόρηση και προβολή είναι πιο μεγάλη από ποτέ.

Οφείλουμε να προστατέψουμε αυτά που έχουμε κερδίσει.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Θροϊσμα" , τεύχος 11 - Έκδοση των Κατασκηνώσεων Χαρούμενα Παιδιά - Χαρούμενα Νιάτα)

Παρασκευή, Απριλίου 18, 2008

Ανεργία; Σιγά το πρόβλημα...

Λοιπόν τι έγινε με την ανεργία; Πριν από κάτι δεκαετίες η λέξη έπαιζε συνέχεια στα χείλη κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Παραπεταμένη πλέον στα συρτάρια, κανείς δεν ασχολείται μαζί της. Όχι, δεν εξαφανίστηκε η ανεργία. Απλά η κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν είναι σημαντικό πολιτικό πρόβλημα.

Μιας και το κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται διαρκώς και οι παροχές στους ανέργους είναι μηδαμινές (αν καταφέρει κανείς να τις πάρει), η κυβέρνηση έχει λύσει στην ουσία το πρόβλημα από την πλευρά της. Δεν κοστίζουν τίποτα πια οι άνεργοι. Όσο για το πολιτικό κόστος, εδώ γκρεμίζει ολόκληρα ασφαλιστικά ταμεία και αντέχει, η ανεργία θα την «ρίξει»;

Ο ιδιωτικός τομέας από την άλλη, με συμφέροντα που υποστηρίζονται διαρκώς από τις κυβερνήσεις, βγαίνει ιδιαίτερα ωφελημένος απ’ την αδιαφορία του κράτους. Ανεργία γι’ αυτούς σημαίνει σκληρός ανταγωνισμός από πλευράς των επίδοξων εργαζομένων και διάθεση για μεγαλύτερες παραχωρήσεις προκειμένου να βρουν μια δουλίτσα. Δεκάωρα και δωδεκάωρα, χωρίς ασφάλιση, απλήρωτες υπερωρίες, μισθοί της πείνας, γελοίες αυξήσεις, εργασιακή καταπίεση αποτελούν τις συνθήκες εργασίας που ισοδυναμούν με εκμετάλλευση και αγγίζουν τα όρια της δουλείας.

Η ανάγκη όμως για επιβίωση και ο φόβος της απόλυσης οδηγούν όχι μόνο σε τέτοιες υποχωρήσεις αλλά και στη μη διεκδίκηση των εργασιακών δικαιωμάτων. Άδεια παίρνεις όποτε θέλει η εταιρία, αρρωσταίνεις εφόσον έχεις πρόχειρο το πιστοποιητικό θανάτου σου και αν δεν πληρωθείς το μήνα για κάποιο λόγο, δεν πειράζει, κόψε ένα πεντακοσάευρο από την παραδιά στον κήπο για να ξοφλήσεις νοίκια και λογαριασμούς.

Το κερασάκι το σερβίρουν οι ίδιοι οι δημόσιοι οργανισμοί που κρατούν σε ομηρία χιλιάδες συμβασιούχους. Εργαζόμενοι Γ’ κατηγορίας που κάθε έξι μήνες παίζουν ζάρια με τις συμβάσεις τους ελέω προϊσταμένου.

Ζάρια όμως παίζουν και η εργοδοσία με το κράτος και μάλιστα επικίνδυνα. Συντηρώντας την οικονομική στασιμότητα και στέρηση στις τάξεις των μισθωτών, στερούν την ελπίδα τους για ένα καλύτερο αύριο. «Η έμπρακτη εκδήλωση όλων αυτών είναι το έγκλημα και η βία» έγραφε ο Galbraith το ’96 στην Καλή Κοινωνία. Το έγκλημα είναι ήδη εδώ. Υπομονή, έρχεται και η Βία.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Centro" - τεύχος 15)

Τετάρτη, Μαρτίου 19, 2008

700€: Ορισμός

H γενιά των επτακοσίων ευρώ. Άνθρωποι φοβισμένοι, φοβούνται να απεργήσουν, να διεκδικήσουν δικαιώματα στη δουλειά, να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά, ζουν με το φόβο μη χάσουν το ελάχιστο που έχουν, μην απολυθούν, μην τους πνίξουν τα έξοδα.

Είναι η γενιά των συμβασιούχων, του κατώτερου μισθού, των υπαλλήλων του 12ωρου, των επιστημόνων του σε έργα ΚΠΣ, του ιδιωτικού τομέα και του ευρύτερου χαλαρού δημοσίου με τις 6μηνες συμβάσεις, που αλλάζει δουλειές σαν τα εσώρουχα.

Είναι η γενιά που ζει ακόμα με τους γονείς της, που σε δύσκολες ώρες ζητούν ένα «τσοντάρισμα» από φίλους και συγγενείς, που χρεώνει κάρτες και μεταφέρει χρέη, που κάθε μήνα αφήνει και ένα λογαριασμό απλήρωτο για να τα βγάλει πέρα, που περιμένει το δώρο (αν παίρνει) για να ξεχρεώσει, που ο τραπεζικός λογαριασμός γράφει κάτι ευρώ και μερικά λεπτά στο τέλος κάθε μήνα.

Είναι η γενιά του απολιτίκ, που ψηφίζει όποιον της δίνει υπόσχεση για ένα ψίχουλο παραπάνω, που προσμένει λύσεις άμεσες –ανεξάρτητες από ιδεολογίες, που προδώθηκε από τη γενιά του Πολυτεχνείου και τα κόμματα της, που σπούδασε χωρίς παιδεία, που εξειδικεύτηκε γιατί αυτό ήταν το μέλλον μα δε βρήκε ποτέ δουλειά στην ειδικότητα, που της υποσχέθηκαν πολλά μα τίποτα δεν πήρε.

Είναι η γενιά που ευνουχίστηκε επίτηδες, με οργανωμένο σχέδιο, με μελετημένες κινήσεις, για τη «μεγάλη ιδέα» μιας κοινωνίας σιωπηλής, προβατοποιημένης, κοιμισμένης, μιας κοινωνίας στρουθοκαμηλισμού και αλλοτρίωσης.

Είναι η γενιά των συγχρόνων σκλάβων, μα οι σκλάβοι κάποτε ξυπνούν, επαναστατούν και σκοτώνουν τους αφέντες.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Centro" - τεύχος 14)

ΕΛ.ΑΣ. Ελλήνων Φασιστών

Ξαφνικά ανακαλύψαμε και πάλι πως η Αστυνομία έχει σχέσεις με τους φασίστες. Και αυτά τα “όργανα” δεν είναι πια καθόλου προσεκτικά. Οι μεγάλοι στρατηγοί και υπουργοί κάνουν ό,τι μπορούν να κουκουλώσουν χαστούκια, ζαρντινιέρες, Περιάνδρους και χουντογιορτές και μόλις τα ξεχνά ο κόσμος (με ιδιαίτερη ευκολία) κάτι συμβαίνει και βγαίνει πάλι στη φόρα το σάπιο μήλο της ΕΛ.ΑΣ.

Ντου λοιπόν οι ΜΑΤατζήδες παρεούλα με τους ναζί δες με μαχαίρια και κοντάρια με την ελληνική σημαία τυλιγμένη γύρω γιατί το εθνικό σύμβολο διψά για αίμα στα χέρια των εθνικοφρόνων. Όρμισαν να απαλλάξουν την Αθήνα απ' αυτούς που τόλμησαν να πουν πως οι μετανάστες έχουν και αυτοί δικαιώματα, πως δεν μπορούν οι υπερασπιστές της “καθάριας ελληνικής φυλής” να μαχαιρώνουν και να σαπίζουν στο ξύλο κάθε άνθρωπο που δεν ταιριάζει στα πρότυπα τους. Και οι δυνάμεις αποκατάστασης της τάξης χάζευαν το θέαμα λίγο πιο πίσω.

Σάμπως και η Αστυνομία τα ίδια δεν κάνει; Τα αστυνομικά τμήματα έχουν γίνει θάλαμοι βασανιστηρίων για τους αλλοδαπούς που ήρθαν σ' αυτό τον τόπο για μία καλύτερη ζωή και γίνονται σκουπίδι στα χέρια του κάθε εξουσιολάγνου αστυνομικού.

Ας το κάνουν λοιπόν επίσημη πρακτική, μιας και είναι τόσο απροκάλυπτοι. Ούτως ή άλλως ο κόσμος όλα τα χαύει και χωρίς μεγάλη προσπάθεια. Ας βγει ένα φιρμάνι ότι είναι νόμιμα οι ξυλοδαρμοί, τα μαχαιρώματα, τα βασανιστήρια (συγνώμη εννοούσα η “προσβολή προσωπικότητας”).

Ας γίνει και η Χρυσή Αυγή επίσημο τμήμα της Ασφάλειας. Να ανακυρηχθούν εθνικοί ήρωες ο Αντώνης “Περίανδρος” Ανδρουτσόπουλος, ο Πάνος “Πόρκυ” Ρουμελιώτης και ο “φύρερ” Νίκος Μιχαλολιάκος που φροντίζουν για την τήρηση της τάξης και την εθνική καθαρότητα των δρόμων.

Στο κάτω κάτω και η πολιτεία δίνει την συγκατάθεση της σε τέτοιες συμπεριφορές αφού τόσα χρόνια σιωπά και φροντίζει υπογείως να ξελασπώνει τα “άτακτα” παιδιά με τιμωρίες της πλάκας και αθωώσεις στα εφετεία. Είναι φανερό πως δεν υπάρχει ουδεμία διάθεση και πολιτική βούληση για να γίνει το τοπίο πιο καθαρό, μάλλον το αντίθετο. Άλλωστε όπως λένε και οι ίδιοι εκεί στα κέντρα αποφάσεων, “οι φιλήσυχοι πολίτες δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε”.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Centro" - τεύχος 14)

Πέμπτη, Ιανουαρίου 17, 2008

Αναλώσιμοι

Οδύρονται οι κυβερνήσεις για την προστασία των προσωπικών μας δεδομένων, για το απόρρητο της ιδιωτικής μας ζωής, την προστασία και την ασφάλεια μας από κάθε λογής απειλή λες και είμαστε παιδάκια που μας λέει η μάνα μας να μην ξεμακρύνουμε πέρα από εκεί που μπορεί να μας βλέπει. Καταντήσαμε τόσο ανώνυμοι που πλέον γίναμε νούμερα και ποσοστά σε στατιστικά στοιχεία. Τόσο άγνωστοι που γίναμε αναλώσιμοι.

Για το κράτος είμαστε ένα ΑΦΜ, για τα κόμματα ένα νούμερο στις δημοσκοπήσεις. για το ΙΚΑ ένα ΑΜ, για τις τράπεζες ένα αριθμός λογαριασμού και μερικές εκατοντάδες μηνιαίες δόσεις, για την αγορά ένα νούμερο πιστωτικής. Νούμερα γίναμε όλοι και αν χαθούμε απλά το σύστημα πάει στο επόμενο. Όσο δίνουμε, αγοράζουμε, εργαζόμαστε, προσφέρουμε είναι όλα καλά και ο πωλητής μπορεί και να θυμηθεί το μικρό μας όνομα. Μόλις ξεζουμιστούμε γινόμαστε στατιστικό στοιχείο, παράπλευρη απώλεια, ευαίσθητο δεδομένο και μας ξεχνάνε όλοι.

Η λέξη προσωπικότητα δεν υπάρχει πλέον στις μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές συναλλαγές. Ακόμα και στη χούντα υπήρχε μία προσωπική επαφή. Σε πλάκωνε στη φάλαγγα ο ΕΣΑτζής και σε έβριζε με το μικρό σου όνομα, μπορεί και να τον ήξερες και συ. Τώρα σε γυρίζουν βιντεάκι, σε καταχωρούν στο κομπιούτερ και υπάρχεις μόνο ως αριθμός φακέλου. Αποξενωθήκαμε ακόμα και από αυτή τη βία της εξουσίας.

Στατιστικά στοιχεία, αυτό είμαστε για το σύστημα πια. Δεν ενδιαφέρεται κανείς ποιος είσαι, χάνεσαι στην ανωνυμία της μάζας και του πλήθους και όσο μένεις «ήρεμος» και «φιλήσυχος» πολίτης απλά δε ασχολείται κανείς μαζί σου. Σκοτώνεται μέρα με τη μέρα η προσωπικότητα σου, η ταυτότητα σου, το εγώ σου λιώνει κάτω από το βάρος της αδυναμίας που προκαλεί η ατελείωτη γραφειοκρατία, οι απρόσωπες εταιρείες και η χυδαιότητα της κοινωνικής στατιστικής.

Και αν τύχει και σηκώσεις κεφάλι, αποκτάς όνομα για λίγο, διασύρεσαι και ξεσκίζεσαι απ΄τα λιοντάρια της ενημέρωσης, γίνεσαι σημαία, λάβαρο, δοχείο για ροχάλες, πεδίο μάχης για τους υπερασπιστές της «ηθικής» και της «αλήθειας». Μετά σε στέλνουν στα σκουπίδια και γίνεσαι απλά ένας πεταμένος ανώνυμος και πάλι.

Αναλώσιμοι. Τις μάχες όμως αυτοί τις κερδίζουν.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Centro" - τεύχος 13)