Τρίτη, Νοεμβρίου 27, 2007

"Ποιοτική" ζωή

Τι διάολο, τόσο απαισιόδοξος είμαι; Έχω μία αίσθηση ότι επικρατεί ένα κλίμα υπέρμετρου βιασμού της δήθεν ποιότητας ζωής που με τόσους φλογερούς λόγους και κραυγαλέες διακηρύξεις μας έχουν πείσει οι κυβερνώντες ότι διαθέτουμε στην χώρα μας. Δουλεύουμε για ψίχουλα, δέκα-δώδεκα ώρες την ημέρα και λέμε και ευχαριστώ που δεν μας απολύουν. Με το ζόρι οι μισοί από μας έχουν ασφάλιση και όσοι έχουν δεν ελπίζουν σε πολλά μετά τις τελευταίες εξελίξεις. Σύνταξη μετά θάνατο είναι πλέον το σύνθημα. Για αυξήσεις δε το συζητάμε καν. Δεν καλύπτουν ούτε τον πληθωρισμό. Νέοι φόροι, γιατί δεν δίνουμε αρκετά μέχρι τώρα και αν είσαι από τους «τυχερούς» και είσαι στο αφορολόγητο, μην ανησυχείς θα αυξήσουν και τους έμμεσους. Η μισή Ελλάδα χρωστάει στις τράπεζες και ζει με δάνεια για να καλύψει την εξομοίωση με τους Ευρωπαϊκούς δείκτες. Σε λίγα χρόνια θα βγουν και τα φραποδάνεια για να μπορείς να αντέξεις το κόστος του φραπέ στις καφετέριες.

Τέλος πάντων αφού τελικά έτσι έχουν τα πράματα γιατί δεν είμαστε στους δρόμους; Που είναι το μάχιμο συνδικαλιστικό κίνημα να κηρύξει σοβαρές απεργίες, διαμαρτυρίες, πορείες, να κατεβάσει ρολά στη χώρα; Συνολικά και μαζικά, όλοι οι κλάδοι να τρίξουν τα δόντια στους έχοντες και κατέχοντες; Α ναι, ξέχασα οι αρχισυνδικαλιστές – εργατοπατέρες ανήκουν στα ρετιρέ και αυτοί. Κόρακας κοράκου μάτι βγάζει; Ακολουθούν την κομματική γραμμή σαν καλά παιδιά, μην τυχόν και θιχτεί κάνας μελλοντικός υπουργός, χάσουν την κομματική επιταγούλα τους και δεν χτίσουν εκείνη την αυθαίρετη βιλίτσα στα καμένα της Ευβοίας.

Εμείς τι κάνουμε; Κλειδωνόμαστε σπιτάκι μας, ως φιλήσυχοι πολίτες και κλαίμε την μοίρα μας. Είναι και οι κάμερες βλέπεις, μη μας κάνουν πορτρέτο στη Γ.Α.Δ.Α. και χάσουμε τη θεσούλα μας. Φροντίζει άλλωστε, η καλή μας η TV να μας λέει όλα όσα η λογοκρισία των συμφερόντων και της μίζας θέλει να μαθαίνουμε.

Μήπως όσοι δεν κοιμούνται πρέπει να βγουν στους δρόμους και να κάψουν την μισή Αθήνα μπας και βγούμε απ’ τη σήψη μας; Ας μας δώσει κάποιος ένα χαστούκι να βγούμε από την μαστούρα της «ποιοτικής» ζωής επιτέλους!

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Centro" - τεύχος 12)

Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2007

Απουσία (πολιτικής) ηθικής

Όλοι ίδιοι; Ίσως. Ανεξαρτήτως της απάντησης όμως, το σίγουρο είναι πως πρόκειται για την παγιωμένη πλέον αντίληψη του δυτικού πολίτη για τις ιδεολογίες που χαρακτηρίζουν τα κυρίαρχα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία. Και μόνο το υψηλό ποσοστό αποχής στις εκλογικές διαδικασίες αρκεί ως δείγμα αυτής της πεποίθησης που υποβόσκει στην συνείδηση του -όχι και τόσο- κυρίαρχου λαού.

Πιθανώς κουρασμένος από έντονες, σκληρές και ενίοτε αιματηρές πολιτικές αντιπαραθέσεις, ο δυτικός ψηφοφόρος φαίνεται να αποζητά πρακτικές λύσεις, αδιάφορες με το ιδεολογικό υπόβαθρο απ΄ το οποίο προέρχονται. Ταυτόχρονα οι πρώην παραγωγοί ιδεολογίας και πολιτικής, ως γνήσιοι εκφραστές του ελεύθερου εμπορίου, καταφεύγουν σε πρακτικές μάρκετινγκ πλειοδοτώντας τις εφήμερες ανάγκες και διαθέσεις του λαού. Η δεξιά πουλάει κοινωνικό κράτος, ο σοσιαλισμός παζαρεύει την κρατική περιουσία, η αριστερά και τα Κ.Κ. φλερτάρουν με τον πατριωτισμό και την εθνική υπερηφάνεια ενώ αριστεροκεντροενθνικοσοσιαλιστικά μορφώματα τύπου ΛΑ.Ο.Σ. τσιμπάνε μερίδα του λαού πουλώντας δήθεν απολιτίκ λόγο για το καλό της χώρας

Κατά πόσο είναι εφικτές τέτοιου είδους κυβερνήσεις και κόμματα να δώσουν λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα είναι θέμα εκτεταμένης ανάλυσης που δε χωράει σε τούτες τις γραμμές. Βέβαιο είναι πως ένα κόμμα μπορεί εύκολα να ασκήσει οικονομική πολιτική όταν απαγκιστρώνεται από τους δεσμούς με τις ιδεολογίες που πλαισίωναν κάποτε την ίδρυση του. Χωρίς όμως ιδεολογικό υπόβαθρο, χωρίς συνεχή και ουσιαστική παραγωγή σοβαρού και συνεπούς πολιτικού λόγου, είναι μάλλον αδύνατο να κυβερνήσει κανείς μία χώρα.

Δυστυχώς το πρόβλημα φαίνεται να είναι πως η σύγχρονη δυτική κοινωνία πάσχει από έλλειψη πολιτικής ηθικής. Απουσιάζουν οι ομάδες με όραμα, ικανές να σηκώσουν το βάρος της ευθύνης μιας σοβαρής πολιτικής απόφασης για στροφή σε αξίες και ιδεολογίες που είναι ανύπαρκτες πια στον πολιτικό λόγο. Ομάδες που θα εμπνεύσουν και θα κάνουν τη διαφορά με ουσιαστικό πολιτικό υπόβαθρο. Οι ελάχιστες που έχουν πια απομείνει είτε ζουν στις σκιές του παρελθόντος, φορτωμένες με τις μνήμες μιας περασμένης γενιάς είτε απέχουν πάρα πολύ από τα κέντρα εξουσίας που υποβαθμίζονται σε βραχυπρόθεσμες νεανικές εξάψεις.

Γιατί ακόμα και ο αυτός ο καπιταλισμός απογυμνώθηκε από την ουσιώδη ιδεολογία του και έμειναν τα στεγνά και άψυχα νούμερα να ορίζουν την τύχη του κόσμου.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Centro" - τεύχος 11)

Σάββατο, Μαΐου 26, 2007

Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη

Κάποτε ο κόσμος βαρέθηκε τους βασιλιάδες και τους μονάρχες και είπε να γενεί αυτός αφεντικό. Έκαμαν λοιπόν επαναστάσεις, κρεμάσαν και αποκεφάλισαν τους γαλαζοαίματους, φτιάξανε συντάγματα (όχι στρατιωτικά, από τα άλλα που τα γράφεις στα χαρτιά) και όλοι μαζί εψήφισαν κυβερνήσεις. Στην αρχή ήταν καλά.

Τα χρόνια όμως περάσαν και αυτοί που κυβερνάγανε βαρέθηκαν. Δεν έδίναν δεκάρα πια για την παιδεία, την κοινωνική πολιτική, το ρατσισμό, τα ταμεία του κράτους. Τρώγανε, πίναν και διασκεδάζαν, είπαν και μερικά τσουβάλια ψέματα για το πόσο δουλεύουν και ο λαός λίγο πείρε χαμπάρι. Και επήγεναν όλα από το κακό στο χειρότερο.

Οι μεγαλοεπιχειρηματίες κάτι πήραν μυρωδιά και ανησύχησαν. Σου λέει, αν τους αφήσουμε τους άχρηστους να συνεχίσουν έτσι, καήκαμε. Πήγαν στους κυβερνήτες και είπαν: «Φάτε, πιείτε, διασκεδάστε και αφήστε τα βάρη της διαχείρισης επάνω μας». Άλλο που δεν ήθελαν και οι πολιτικοί και υπογράψαν το χαρτί.

Ο λαός όμως τα χρειάστηκε. «Ο βάθρακας ο πολιτικός μου τα τρώει αλλά τουλάχιστον ξέρει τη δουλειά. Ο άλλος χάμπουργκερ και πετρέλαια και ψυγεία φτιάχνει... τι ξέρει από λαό;» Και τον κοίταζε με μισό μάτι τον CEO.

Ιδρώσαν πάλι οι λεφτάδες. «Μπορεί ο τόπος να πάει καλύτερα αλλά οι ψειριάριδες ζητάν ασφάλιση, 8ωρο, και κατώτερο μισθό» λέγανε. «Και οι Εσκιμώοι στους πάγους που γκρινιάζουν ότι καταστρέφουμε το οικοσύστημα...».

Μέχρι που ένας πιτσιρικάς είπε την ιδέα. «Θα μας κοστίσει πολλά να τους τα δώσουμε όλα. Αντ’αυτού θα τους δίνουμε ένα ψίχουλο τη φορά αλλά με ωραίο αμπαλάζ και πολλά παχιά λόγια. Κόβουμε εκατό χιλιάδες δέντρα; Θα φυτεύουμε την επομένη ένα πευκάκι με τυμπανοκρουσίες. Εκμεταλλευόμαστε παιδάκια σε φτωχές χώρες; Θα στέλνουμε 10 αμερικανάκια κάθε χρόνο με υποτροφία στο πανεπιστήμιο και θα βγάζουμε και αναμνηστικές φωτογραφίες. Ταΐζουμε τον κόσμο με σκουπίδια; Θα τρώμε και εμείς ένα χαμπουργκεράκι το χρόνο και θα στέλνουμε δελτία τύπου.»

Άρεσε πολύ η ιδέα και την εφαρμόσανε. Και ο κόσμος το χάψε και αυτό γιατί είχε και ωραίο όνομα. Το έλεγαν «Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη».

Υ.Γ. Ο πιτσιρίκος που είχε την ιδέα πέθανε από καρκίνο στα 35 του αλλά ποτέ κανείς δεν το μαθε...

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Centro" - τεύχος 9)

Παρασκευή, Μαρτίου 16, 2007

Πέμπτη, σιχαμένη Πέμπτη

Ρε άντε από δω... δε θέλω να βλέπω κάμερες, μικρόφωνα, κουστουμαρισμένους «δημοσιογράφους», γλοιώδεις γνωμοδότες, υπερασπιστές του αγώνα μου και επικριτές των πάντων. Με τα ΜΑΤ αισθάνομαι πιο άνετα. Τουλάχιστον εκεί τα πράματα είναι ξεκάθαρα. Θα φωνάξεις ένα σύνθημα, θα πάρουν τις διαταγές τους, θα ρίξουν κάνα δακρυγόνο, θα πέσει και καμιά σφαλιάρα... «Τους ρίχνεις και τα καντήλια σου και πλακώνεστε και γίνεται και κάποια κοινωνική συναναστροφή» που λέει και ο Αγγελάκας στην ταινία «Ο Χαμένος τα παίρνει όλα». Με την τηλεόραση άντε να βγάλεις άκρη. Χωμένοι εκεί στα studio, οι υπερασπιστές της είδησης, τα λένε όπως θέλουν και δεν μπορείς να κάνεις και τίποτα. Σάματις θα σ’ ακούσει ο Χατζηγγελάτος άμα τον βρίσεις; Δε πα να μαζεύτηκαν 10000 φοιτητές στο δρόμο με πανό και με σημαίες. Φωνές, ξελαρυγγιάσματα, συνθήματα, διακηρύξεις, ούτε που βλέπουν το φως των δελτίων. Έχουν βλέπεις συμβόλαιο οι κουκουλοφόροι και με την TV. Δεν φτάνει ο μισθός της αστυνομίας για να ζήσεις την σήμερον ημέρα, πρέπει να τα βγάλεις και από αλλού. Πρώτο πλάνο ο νίντζα που πετάει τη μολότοφ, και λίγο ανφάς γιατί το προφίλ δε βγαίνει καλό με την κουκούλα. Τέτοιες οδομαχίες ούτε το Hollywood δεν μπορεί να γυρίσει. Τα βλέπει και η περιπτερού και παθαίνει εγκεφαλικό. «Πάλι στην πορεία πας αγοράκι μου; Να προσέχεις, πέφτει ξύλο, οι αλήτες οι φοιτητές τα έχουν σπάσει όλα, δε σέβονται τίποτα. Εσύ δεν είσαι πια φοιτητής, τι δουλεία έχεις με δαύτους;» Άντε να εξηγήσεις τώρα ότι το έργο γυρίζεται σε 2 πλατό, στο ένα οι κομπάρσοι που φωνάζουν χωρίς σενάριο και 10 τετράγωνα πιο κάτω, οι πρωταγωνιστές που παίζουν ξύλο μεταξύ τους σε σκηνοθετημένες μάχες. Αμ στο χαζοκούτι είναι οι αλήτες κυρά περιπτερού μου. Αυτοί που αντί για τζαμαρίες θέλουν να σπάσουνε την αξιοπρέπεια του αγωνιζόμενου φοιτητή. Αμ δε!


(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Centro" - τεύχος 8)

Πέμπτη, Ιανουαρίου 11, 2007

Ατομικότητα ή Εγωισμός;

Η ατομικότητα έχει γίνει σημαία της σύγχρονης εποχής. Μιας ατομικότητας που έχει χάσει πλέον τη σημασία της ως δικαιώματος στη μοναδικότητα και την ελευθερία του ατόμου. Μιας ατομικότητας που πλέον είναι συνυφασμένη με τον υπέρμετρο εγωισμό και την επιθυμία της κοινωνικής καταξίωσης και επιτυχίας με κάθε τρόπο και μέσο. Πατάμε πάνω σε πτώματα, βαυκαλιζόμαστε με τη δυστυχία του συνανθρώπου μας, αδιαφορούμε για τις επιθυμίες του άλλου, κλεινόμαστε στο μικρόκοσμο μας ορθώνοντας ένα τοίχος ανάμεσα σε μας και τον υπόλοιπο κόσμο, μην τυχόν και σταθεί εμπόδιο στην πορεία μας για την επιτυχία. Ενίοτε, όταν πάμε καλά και έχουμε χρόνο, δείχνουμε ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο μας, αλλά με τέτοια ανωτερότητα, με τόση έπαρση γι’ αυτό που κάνουμε, με τόσο πάθος να δείξουμε πως δεν είμαστε αδιάφοροι για το τι συμβαίνει γύρω μας, που αγγίζει τα όρια του ρατσισμού. Βέβαια νιώθουμε καλά γιατί μετά μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχοι και να πατήσουμε σε μερικά ακόμα πτώματα την επόμενη μέρα αφού κάναμε την «καλή μας πράξη» και τούτο τον μήνα. Η πραγματική όμως ατομικότητα μας έχει χαθεί κάπου στο δρόμο γιατί πολύ απλά την έχουμε στερήσει από κάποιον άλλο για τους δικούς μας εγωιστικούς σκοπούς. Πλέον δεν είμαστε ελεύθεροι. Είμαστε σκλάβοι της επιθυμίας μας για επιτυχία, του εγωισμού μας, του ίδιου μας του εαυτού, αφού πλέον είμαστε ανίκανοι να δείξουμε το παραμικρό συναίσθημα για τον διπλανό μας, πέρα από οίκτο για τα βάσανα του, ή φθόνο για αυτά που έχει περισσότερα από εμάς.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Centro" - τεύχος 7)