Τετάρτη, Νοεμβρίου 01, 2006

Απέχω άρα (δεν) υπάρχω;

Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Αυτό τουλάχιστον αναφέρει το Σύνταγμα στο πρώτο του άρθρο, στην πρώτη του παράγραφο.

Στην ουσία δηλαδή και χωρίς να θέλουμε να μπλέξουμε πολύ με λεπτομέρειες το θέμα είναι απλό. Η Λαϊκή Κυριαρχία (ο λαός) αποφασίζει με εκλογές τους αντιπροσώπους του στη βουλή, οι οποίοι μετά φροντίζουν για τη διαχείριση του Κράτους, αποτελούν την Κρατική Κυριαρχία.

Στις μέρες μας αυτή η εξάρτηση του Κράτους από το Λαό έχει αρχίσει να εξασθενεί, να χαλαρώνει. Ο λαός δείχνει έμπρακτα την αδιαφορία του να ασκήσει την Κυριαρχία του. Αδιαφορεί για την πολιτική της κυβέρνησης, δεν ασχολείται με τα κοινά παρά μόνο με τα δικά του κοινά και το κυριότερο, δεν ασκεί το δικαίωμα που τον κάνει κυρίαρχο σε ένα κράτος, το δικαίωμα της ψήφου.

Θες γιατί πλέον καμία κυβέρνηση δεν ασκεί ουσιαστική πολιτική, παρά μόνο οικονομική διαχείριση της κρατικής περιουσίας, θες γιατί κουράστηκε τα κόμματα να του δίνουν υποσχέσεις που ξέρει ότι δεν θα τηρηθούν, θες γιατί το κράτος δεν φροντίζει ώστε να βγαίνουν από το σύστημα παιδείας νέοι ενεργοποιημένοι και πολιτικά συνειδητοποιημένοι, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Ο λαός απέχει.

Οι αιτίες αυτού του φαινομένου χάνονται σε ένα φαύλο κύκλο... η παρακμή της κρατικής κυριαρχίας, οδηγεί στην παρακμή της λαϊκής κυριαρχίας και την απώλεια της ουσίας της έννοιας «πολίτης», ο λαός πλέον αδιαφορεί για την κρατική κυριαρχία η οποία οδηγείται σε παρακμή... τα είδωλα ενός καθρέφτη που καθρεφτίζονται μέσα σε ένα καθρέφτη είναι άπειρα.

Δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος στις αιτίες. Υπάρχει όμως σίγουρο τέλος της Δημοκρατίας όπως την γνωρίζουμε εάν δεν αλλάξουμε κάτι ΕΜΕΙΣ. Όταν απέχει ο λαός, δεν υπάρχει λαϊκή κυριαρχία. Χωρίς λαϊκή κυριαρχία, η δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει, παρά μόνο στο τυπικό επίπεδο, σε αυτό που ούτως ή άλλως λειτουργεί στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Δεν παράγεται πολιτική. Δεν παράγεται ιδεολογία. Τη χώρα μας θα μπόρεσε κάλλιστα να την κυβερνά και ένα σώμα λογιστών, μη πούμε ότι θα έκαναν και καλύτερη δουλεία.

Απέχοντας δεν αλλάζουμε τίποτα. Συμμετέχοντας ίσως να αλλάξει και κάτι.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Centro" - τεύχος 6)

Παρασκευή, Ιουνίου 30, 2006

Τα του Θεού τω Θεώ και τα του Καίσαρος τω Καισαρι

Ο διαχωρισμός «κράτους – εκκλησίας» είναι ένα θέμα, που συνεχώς βρίσκεται στο προσκήνιο, αλλά κανείς δεν τολμά ν’ αγγίξει σε βάθος και να δώσει ουσιαστική λύση. Άλλοι γιατί δε θέλουν στην πλάτη τους το «βαρύ» πολιτικό κόστος, άλλοι γιατί έχουν οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, ενώ δε λείπουν και εκείνοι που θεωρούν πως δεν υπάρχει πράγματι τέτοιο θέμα.

Τα γεγονότα όμως, ως συνήθως, τρέχουν πιο γρήγορα από την όποια πολιτική θέληση των αντιπροσώπων μας στη Βουλή. Η ανάγκη απαλλαγής του Κράτους από την θρησκευτική επιρροή που ασκεί αυτή τη στιγμή, έστω και έμμεσα σε πολλές περιπτώσεις, η εκκλησία γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική. Η ανάγκη για μια κοινωνία με δομές και θεσμούς απελευθερωμένους πλέον από τα θρησκευτικά «πρέπει» που επιβάλλονται καθημερινά στη ζωή μας είναι σημαντική.

Παρόλο που το άρθρο 13 του Συντάγματος αναφέρει ότι «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη», η πραγματικότητα στη χώρα μας είναι αρκετά διαφορετική. Καταρχάς το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει πιο πάνω, με ρητό και εμφατικό τρόπο, ποια είναι η επικρατούσα θρησκεία (άρθρο 3), πριν ακόμα καλά καλά ορίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, δίνοντας την ίδια βαρύτητα που δίνει στον ορισμό του πολιτεύματος μας. Δυστυχώς όμως, το πρόβλημα δε σταματά μόνο στις διατυπώσεις.

Χωρίς να γίνεται φυσικά άμεση παραβίαση της συγκεκριμένης ελευθερίας, η καθημερινότητα μας είναι μπολιασμένη, σε πολλούς τομείς, με μία μονόπλευρη θρησκευτικότητα, η οποία αφορά μεν ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, αφήνει αδιάφορο δε ένα εξίσου σημαντικό μέρος του, ίσως μάλιστα και να το εξοργίζει. Είναι άλλωστε δεδομένο, ότι η διαρκής σύγκρουση μεταξύ Ανατολής και Δύσης και το μόνιμο ρεύμα μετανάστευσης που υπάρχει από αλλόθρησκες χώρες προς την Ελλάδα, έχουν αλλάξει ριζικά τη σύνθεση της κοινωνίας μας.

Από την παιδική μας κιόλας ηλικία, βρισκόμαστε σε συνεχή τριβή με θρησκευτικά σύμβολα και τελετουργίες αδιάφορες προς εμάς και άσχετες με τις δραστηριότητες μας. Τα εικονίσματα και οι πρωινές προσευχές στα σχολεία, οι αγιασμοί και οι δημόσιες λειτουργίες, ο θρησκευτικός όρκος, δημιουργούν και ορίζουν ένα συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο επιβάλλεται να ανήκει ο κάθε πολίτης. Από την άλλη, η έλλειψη τόπων λατρείας άλλων θρησκειών και η ταφή ως μοναδικός επίσημος και αναγνωρισμένος αποχαιρετισμός των νεκρών δείχνουν μία εντυπωσιακή αδιαφορία στα δικαιώματα αυτών που δεν επιθυμούν να ενταχθούν στην παραπάνω κατηγορία.

Διατηρείται έτσι ένα χάσμα που κάποτε εξυπηρετούσε τις εθνικές μας ανασφάλειες, όταν οι διαφορές αυτές παρέμεναν «ζωντανές» ως επί το πλείστον εκτός συνόρων ή στην χειρότερη περίπτωση σ’ ένα πολύ μικρό ποσοστό της βορειοανατολικής Ελλάδος.

Παράλληλα, οι εξάρσεις θρησκευτικής βίας σε πολλά μέρη του κόσμου, καθώς και η άγρια εκμετάλλευση τους από τους «σταυροφόρους της Δύσης» που ταυτίζονται με αυτές, δείχνουν έντονα, ότι το μέλλον μας επιφυλάσσει ακόμα πιο δύσκολες μέρες σε ότι αφορά τη συμβίωση ανθρώπων με διαφορετικά μεταφυσικά πιστεύω. Μια ώριμη, δίκαιη και ουδέτερη αντιμετώπιση του ίδιου του Κράτους ως προς τις θρησκείες πριν είναι πολύ αργά, μπορεί να θέσει τα απαραίτητα εκείνα θεμέλια, που θα κάνουν τις διαφορές αυτές πιο ήπιες και λιγότερο σημαντικές.

Το θλιβερό της όλης ιστορίας είναι, πως η διαιώνιση αυτής της πραγματικότητας είναι καλά κλειδωμένη από τα οικονομικά συμφέροντα και το πάθος για εξουσία των κεφαλών της εκκλησίας. Ασκώντας συνεχή πίεση και επιρροή, κρατούν γερά τη θέση που θεωρούν, ότι η θρησκεία πρέπει να κατέχει στη ζωή της Ελλάδας, από φόβο μη χάσουν δύναμη και περιουσία που κρατούν αιώνες τώρα. Ξέρουν, ότι ένας ξεκάθαρος και ουσιαστικός διαχωρισμός ρόλων, θα τους εξοστρακίσει και θα τους υποχρεώσει να αναλάβουν τα πραγματικά τους καθήκοντα, αυτά που αφορούν μόνο την πίστη των ανθρώπων.

Είναι πολύ σημαντικό να γίνει κατανοητό, ότι ένα ουδετερόθρησκο Κράτος δε σημαίνει απαραίτητα και ένα άθρησκο έθνος. Δείχνει όμως τον απαραίτητο και πρέποντα σεβασμό στα «πιστεύω» εκείνων, που είτε μετέχουν άλλης κουλτούρα, είτε θέλησαν να αναζητήσουν αλλού απαντήσεις για τα αιώνια ερωτήματα. Τους βοηθά να ενταχθούν και να γίνουν μέρος μιας κοινωνίας, που ναι μεν είναι στην πλειονότητά της χριστιανική, αλλά έχει το θάρρος να μην αφήνει κάτι, που θεωρητικά είναι προσωπική υπόθεση του κάθε ατόμου, να γίνεται εμπόδιο στην άνετη συμβίωση μας. Το κυριότερο όμως είναι, ότι μόνο έτσι μπορεί το Κράτος να προστατεύσει αντικειμενικά και αμερόληπτα το κυρίαρχο και αναμφισβήτητο δικαίωμα του κάθε πολίτη, το δημοκρατικό δικαίωμα της ελεύθερης πίστης.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Centro" - τεύχος 5)