Παρασκευή, Νοεμβρίου 07, 2008

Μίνι Μπας

Μπαίνει λοιπόν ο ταξιδιώτης στο τοπικό λεωφορείο για να πάει στο σπιτάκι του... ώρα αιχμής, αδειάζει το Μετρό και ογδόντα άτομα στριμώχνονται στο μίνι μπας που με το ζόρι χωράει 20 καθήμενους και 30 ορθίους, κάποτε κλείνουν οι πόρτες, πιέζονται οι επιβάτες, έτοιμο το σαρδελοκούτι και δεν πέφτει και καρφίτσα. Ο οδηγός, μπάρμπας συνταξιούχος που κάνει έξτρα μεροκάματο μπας και βγάλει τα λεφτά για τη ΔΕΗ, δεν έχει και πολύ εμπειρία, ανάθεμα και αν έχει οδηγήσει ποτέ του τέτοιο πράμα, τον έχει κόψει και η πείνα μεσημεριάτικα. Σταμάτα, ξεκίνα, σταμάτα, ξεκίνα στην άγρια κίνηση, πάει μπρος πίσω παρεούλα και ο κόσμος που υπομένει στωικά τη διαδρομή διαβάζοντας, ακούγοντας μουσική ή απλά χαζεύοντας έξω από το παράθυρο το πόση βρώμα απέκτησαν τα κτήρια από εχθές που ξαναπέρασε από εδώ. Σε κάθε φρένο ταλαντώνεται το σύστημα πέντε πόντους μπρος και πέντε πίσω, αγκομαχά το μίνι μπας, μουγκρίζουν και οι επιβάτες.

Μία γιαγιά φωνάζει ότι θέλει να κατέβει στο ΙΚΑ, ο οδηγός λέει το τροπάριο του –Κυρία μου δεν κάνει στάση για αποβίβαση στο ΙΚΑ μόνο για επιβίβαση, αλλά η γιαγιά είναι τυχερή γιατί στο ΙΚΑ θέλει κόσμος να ανέβει και εκείνη προλαβαίνει να κατέβει πριν κλείσει ο οδηγός την πόρτα. Έτοιμες οι παρατηρήσεις, έτοιμες και οι απαντήσεις –Και τι έγινε που κατέβηκε η γιαγιά; –Δεν το επιτρέπει ο κανονισμός, εδώ είναι μόνο για αποβίβαση –Μα οι πόρτες ανοίξανε –Δεν το επιτρέπει λέμε ο κανονισμός τα ίδια θα λέμε; και μουρμουράει λίγο ο κόσμος μα μετά το ξεχνάει, άλλωστε η γιαγιά πρόλαβε να κατέβει και ήδη έχει μπει στο ΙΚΑ να συνεχίσει την ημερήσια ταλαιπωρία της.

Ηρεμεί το σύστημα, αδειάζει και λίγο ο δρόμος, αποκτά σταθερή ταχύτητα το μίνι μπας, βολεύεται και ο κόσμος που ατάραχος διαβάζει, ακούει μουσική, χαζεύει από το παράθυρο τα κτήρια που έγιναν λίγο πιο γκρι από εχθές και αύριο θα είναι ακόμα λίγο πιο γκρι μέχρι να αποφασίσει κάποιος ότι το γκρι είναι πολύ κοντά στο μαύρο και καλό θα ήταν να τα βάψουμε επιτέλους ξανά εκρού για να γίνουν γκρι σε κάνα χρόνο πάλι. Μέχρι που πιάνει το φανάρι και ξυπνάνε όλοι από το λήθαργο.

Απότομη στροφή αριστερά και το μίνι μπας μουγκρίζει για να ανέβει την ανηφόρα πάλι μέσα στην κίνηση. Πρώτη στάση βγαίνουν δέκα – δεκαπέντε, ανεβαίνουν άλλοι τόσοι, κάποιοι θέλουν να πάνε πίσω, κάποιοι θέλουν να πάνε μπροστά, σπρωξίδι, ιδρώτας, μισοφαγωμένα συγνώμη, με συγχωρείται, παρντόν, σόρυ, ξκιούσμι και άλλα τέτοια, βγαίνει κάπου η άκρη παίρνει μπροστά η γραμμή, φεύγει το μίνι μπας. Ο ταξιδιώτης βάζει ατάραχος το βιβλίο των οκτακοσίων σελίδων στην τσάντα ετοιμάζεται να κατέβει. Εκ των ορθίων ο φίλος μας, στα πίσω έδρανα του μίνι μπας, πατάει το κουμπάκι για τη Δεύτερη Στάση, φτάνει μέχρι ένα σημείο και περιμένει πια υπομονετικά. Ο μπάρμπας συνταξιούχος οδηγός παίζει πάλι πατητό με το φρένο, ξεκινάνε οι ταλαντώσεις με τα σώματα των επιβατών. Ξανθιά καθήμενη δίπλα στον όρθιο ταξιδιώτη που διαβάζει ατάραχη τα ζώδια στην τσάμπα φυλλάδα της, κοιτάει ενοχλημένη τον ταξιδιώτη και αναφωνεί με στεντόρεια φωνή και ύφος μαντάμ Σουσού –Κύριε με ακουμπάτε, ενώ δείχνει με το βαμμένο νύχι τον γοφό της που όλως τυχαίως περισσέυει από το στενό κάθισμα, –Ε, τι να κάνουμε σε λεωφορείο είμαστε κυρία μου, θα ακουμπήσουμε ο ένας τον άλλο και λίγο παραπάνω, –Μα με ακουμπάτε κύριε, με ενοχλείτε –Συγνώμη κυρία μου αν σας ενοχλάω, μα τίγκα το λεωφόρείο, μπρος πίσω με τα φρένα, τι περιμένεται να γίνει; –Μα δεν γίνεται να με ακουμπάτε τόσο πολύ! –Ε τράβα πάρε κάνα αμάξι κυρά μου ή κανα παπί να πηγαίνεις στη δουλεία σου, και άσε τα μέσα για μας τους ανθρώπους που γουστάρουμε το χούφτωμα, και κατεβαίνει στη στάση ο ταξιδιώτης φουρκισμένος με δύο τρία καντήλια μέσα στα δόντια του μπας και ξεθυμάνει....